Το μικρό δεκάχρονο αγόρι με τα
κατάξανθα σχεδόν άσπρα μαλλιά και τα μπλέ ζωηρά μάτια, στάθηκε για λίγο στην
αρχή του μικρού ανηφορικού δρόμου που αν και ξημέρωμα έσφυζε
απο ζωή. Τα ρούχα του ένα γκρί ντρίλινο πουκάμισο
και μια λαδί μάλλινη βερμούδα ήταν καθαρά και σιδερωμένα.
Κοίταξε μπροστά τη πραμάτεια
του στο μεγάλο για το μπόι του ξύλινο κασελάκι του που ήταν περασμένο απο το
λαιμό του με ένα φαρδύ υφασμάτινο ιμάντα, σήμερα θα μάζευε αρκετά αν πουλούσε
καλά. Μαγαζάτορες μπαινοβγαίνοντας τακτοποιούσαν τα εμπορεύματά τους.
Ηταν δύσκολα χρόνια αυτά της
κατοχής αλλά οι άνθρωποι πάλευαν με κάθε τρόπο και επιβίωναν , είχαν στόματα να
θρέψουν , οικογένειες.
Ο μικρός στάθηκε έξω απο ένα
φούρνο και το στομάχι του ακούστηκε να γουργουρίζει δυνατά καθώς η μυρωδιά απο
τα καρβέλια μοσχοβόλισε τον αέρα. Στο σπίτι η ψωμιέρα ήταν άδεια πριν φύγει και
δεν είχε φάει τίποτε. Η μητέρα του τον
μάλωνε συχνά.
-Πού πάς μικρό παιδί όλη τη
μέρα στους δρόμους , μου λές?
Αλλά με τίποτε δεν μπορούσε να
τον εμποδίσει να πάει στη δουλειά του στην οποία με τόση αφοσίωση δινόταν κάθε μέρα, το αποφασιστικό του βλέμμα
την αποστόμωνε. Αλλωστε ο μικρός έβγαζε λεφτά και τους ήταν πολύτιμα.
Ο φούρναρης εξυπηρετούσε μια νοικοκυρά που είχε μπεί, της
τύλιξε το καρβέλι σε μιά λαδόκολλα και βγήκε παραέξω να ανασάνει φρέσκο αέρα ,
το καλοκαίρι ήταν ζεστό και μέσα ο φούρνος με τα ξύλα του είχε κοκκινίσει τα
μάγουλα.
Το βλέμμα του έπεσε στον μικρό
που τον κοίταζε ίσια και θαρρετά.
-Τί είναι μικρέ, πεινάς?
-Ναί απάντησε μονομιάς με
βραχνή παιδική φωνή, αλλά δε έχω να σε πληρώσω.
-Μου τα φέρνεις πιο ύστερα, του
πρότεινε ο καλόκαρδος φούρναρης που τον συμπαθούσε τον μικρό, σουλατσάριζε
συχνά εκεί.
-Εντάξει θείο, θα στα φέρω το
μεσημέρι.
Του έφερε μισό καρβέλι,
αχνιστό. Ο μικρός το πήρε, τον ευχαρίστησε και απομακρύνθηκε.
Συνέχισε το δρόμο του
μπουκώνοντας το στόμα του με μια μεγάλη κοψιά και αργομασώντας αργοβάδιζε.
Περαστικοί ψώνιζαν διάφορα απο
το κασελάκι του κάνοντας στην τσέπη του σιγά σιγά να κουδουνίζει το μικρό του κομπόδεμα.
Στο παρακάτω μαγαζί ψώνισε ενα μικρό τσουβάλι πατάτες
που τούχε παραγγείλει η μάνα του και το πέρασε σαν ντορβά στον ώμο του.
Πιό κάτω φωνές ακούστηκαν,
φασαρία, βαριά βήματα στις γλιστερές απο τον ήλιο πέτρες , περνούσε περίπολος.
Βαριές γερμανικές φωνές σκόρπισαν φόβο στον αέρα και μιά τουφεκιά αντήχησε στο σοκάκι .
Η καρδιά του χτύπησε γοργά,
τούχε ξανατύχει , ήξερε, ήταν σκληρές μέρες. Οπισθοχώρησε και με γρήγορα
σταθερά βήματα πήρε το δρόμο για το σπίτι του.
Αυτή ήταν η ιστορία που έγραψα για το παιχνίδι της Φλώρας , το πρώτο για φέτος και η πρώτη φορά που κάνω κάτι τέτοιο και φυσικά αισθάνομαι λίγο αμήχανα αλλά το τόλμησα. Αυτή η ιστορία είναι αφιερωμένη στον μπαμπά μου που η ζωή του όπως και πολλών άλλων καθημερινών ανθρώπων είναι σαν μυθιστόρημα.
Το διάβασμα των ιστοριών ήταν για μένα πολυ ευχάριστο και βλέπεις με τις 5 λέξεις που δίνονται πόσες διαφορετικές διαδρομές ακολουθεί καθένας που γράφει.
Μπράβο στις νικήτριες και σε όλους όσους έγραψαν συμμετέχοντας σε αυτό το διαφορετικό και πολύ όμορφο παιχνίδι .
Στέλνω όλη μου την αγάπη και πολλά φιλιά σε όλους εσάς με τους οποίους μοιράζομαι όμορφες στιγμές και εμπειρίες.